- θανατήφοροι
- θανατήφοροςdeath-bringingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θανατηφόροι — θανατηφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηφόρος — α, ο και ος, ον (AM θανατηφόρος, ον) αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο χτύπημα» β. «περίοδος θανατηφόρος», Πλάτ.) νεοελλ. αυτός που επισύρει ως ποινή τον θάνατο μσν. αυτός που… … Dictionary of Greek
ουλιαζόεις — οὐλιαζόεις (Α) φρ. «οὐλιαζόεις ἀτμοί» θανατηφόροι ατμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < οὔλιος «ολέθριος» + ζωή] … Dictionary of Greek
τετανοτοξίνη — η, Ν ιατρ. η εξωτοξίνη που εκκρίνεται από το κλωστηρίδιο τού τετάνου και στην οποία οφείλονται οι θανατηφόροι σπασμοί τής νόσου, αλλ. τετανική τοξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetanus toxine < τέτανος + τοξίνη*] … Dictionary of Greek